- τρατάρισμα
- το, Ν [τρατάρω]προσφορά γλυκίσματος ή ποτού, κέρασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρατάρισμα — το, ατος κέρασμα, τραταμέντο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραταμέντο — το, Ν τρατάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trattamento «υποδοχή, περιποίηση»] … Dictionary of Greek
τραταμέντο — το (λ. ιταλ.), κέρασμα σε φιλοξενούμενο, τρατάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίλεμα — το, ατος 1. μικρό φιλοδώρημα, μικρό δώρο σε ένδειξη φιλίας, κέρασμα, τραταμέντο, τρατάρισμα, πεσκέσι. 2. δώρο του γαμπρού ή του κουμπάρου στη νύφη. 3. προσφορά γεύματος, ποτού, φαγώσιμου κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)